ζυμάρι
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Greek Monolingual
το (Μ ζυμάριον)
μίγμα από αλεύρι και υγρό το οποίο περιλαμβάνει και άλλα συστατικά, όπως μαγιά, λίπος αρτοποιίας, ζάχαρη, αλάτι, αβγά και διάφορες αρωματικές ουσίες, και χρησιμοποιείται για την παρασκευή προϊόντων αρτοποιίας
νεοελλ.
1. κάθε πλαδαρή μάζα («τά παράβρασες τα μακαρόνια, έγιναν ζυμάρι»)
2. η αφορμή μιας ενέργειας («έγινες ζυμάρι σωτηρίας τών άλλων
3. φρ. «το ψωμί είναι ζυμάρι» — το ψωμί δεν έχει ψηθεί καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμη + -άριον, υποκορ. κατάλ.].