Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επίμικτος

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes

Greek Monolingual

ἐπίμικτος και ἐπίμεικτος, -ον (Α) [[[επιμίγνυμι]]
1. ανακατωμένος
2. κοινός («τὰ χωρία ταῡτα Λυδοῑς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα», Στράβ.)
3. αυτός που αγαπά τις κοινωνικές συναναστροφές
4. (για στίχο ή ποίημα) εκείνος που απαρτίζεται από διαφόρων ειδών μετρικούς πόδες.