ινωδογόνο

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

το
γλυκοπρωτεΐνη που απαντά στο πλάσμα του αίματος, στη λέμφο και στα αιμοπετάλια και που μεταβάλλεται σε ινώδες κατά την πήξη του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fibrinogen < fibrin «ινώδες» + -gen «-γονο» < γίγνομαι.