ἰατραλείπτης
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἀλείφω)
A surgeon who practises by anointing, friction, and the like, Plin.Ep.10.5(4), Cels.1.1, Gal.13.104, Paul.Aeg.3.47:—hence ἰατρ-ᾰλειπτική (sc. τέχνη), practice of an ἰατραλείπτης, Plin.HN29.4.
German (Pape)
[Seite 1234] ὁ, ein Arzt, der durch Einreiben von Salben heilt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱτρᾰλείπτης: -ου, ὁ, (ἀλείφω) ἰατρὸς θεραπεύων δι᾿ ἀλοιφῶν, ἐντριβῶν, κ. τ. τ., Πλιν. Ἐπ. 10. 4, Κέλσος· ἐντεῦθεν ἰᾱτρᾰλειπτική (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἰατραλείπτου, Πλίν. 29. 3.
Greek Monolingual
ἰατραλείπτης, ὁ (Α)
γιατρός που θεραπεύει με αλοιφές και εντριβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + αλείπτης (< αλείφω)].