Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
Full diacritics: θῡμιάζω | Medium diacritics: θυμιάζω | Low diacritics: θυμιάζω | Capitals: ΘΥΜΙΑΖΩ |
Transliteration A: thymiázō | Transliteration B: thymiazō | Transliteration C: thymiazo | Beta Code: qumia/zw |
= -ιάω, Gp.12.8.8.
(ΑΜ θυμιάζω)
θυμιατίζω, καίω θυμίαμα, καπνίζω με θυμίαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. παράλλ. τ. του θυμιώ].