Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
η
γεωλ. διεργασία απόθεσης ενός στερεού υλικού που βρίσκεται σε κατάσταση αιώρησης ή διάλυσης μέσα σε ένα ρευστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sedimentation < sediment «ίζημα» < λατ. sedimentum «καθίζηση» < λατ. sedeo «κάθομαι»].