εισαγγέλλω
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
Greek Monolingual
εἰσαγγέλλω (Α)
1. μπαίνω μέσα και αναγγέλλω κάποιον
2. ψιθυρίζω το όνομα κάποιου
3. αναφέρω, αναγγέλλω
4. καταγγέλλω, μηνύω
5. (αττ. δίκ.) καταγγέλλω κάποιον για δημόσιο αδίκημα
6. (για αισθήσεις) είμαι εισαγγελέας.