εισαγγέλλω
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
εἰσαγγέλλω (Α)
1. μπαίνω μέσα και αναγγέλλω κάποιον
2. ψιθυρίζω το όνομα κάποιου
3. αναφέρω, αναγγέλλω
4. καταγγέλλω, μηνύω
5. (αττ. δίκ.) καταγγέλλω κάποιον για δημόσιο αδίκημα
6. (για αισθήσεις) είμαι εισαγγελέας.