θρασυεργός

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρασυεργός Medium diacritics: θρασυεργός Low diacritics: θρασυεργός Capitals: ΘΡΑΣΥΕΡΓΟΣ
Transliteration A: thrasyergós Transliteration B: thrasyergos Transliteration C: thrasyergos Beta Code: qrasuergo/s

English (LSJ)

όν,

   A bold of deed, Nonn.D.35.365.

German (Pape)

[Seite 1216] muthig handelnd, Nonn. D. 35, 365.

Greek (Liddell-Scott)

θρᾰσυεργός: -όν, θρασύς, τολμηρὸς ἐν τοῖς ἔργοις, Νόνν. Δ. 35. 365.

Greek Monolingual

θρασυεργός, -όν (Α)
αυτός που ενεργεί με θάρρος, ο τολμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -εργός (< έργον), πρβλ. αμπελο-εργός, ξυλο-εργός].