κακανδρία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A unmanliness, S.Aj.1014, E.Rh.814.
German (Pape)
[Seite 1298] ἡ, Unmännlichkeit, Feigheit, Soph. neben δειλία, Ai. 993; Eur. Rhes. 814 u. in sp. Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκανδρία: ἡ, ἀνανδρία, Σοφ. Αἴ. 1014, Εὐρ. Ρῆσ. 814.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
lâcheté.
Étymologie: κακός, ἀνήρ.
Greek Monolingual
κακανδρία, ἡ (Α)
η ανανδρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ανδρία (< -ανδρος < ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. ολιγ-ανδρία, πολυ-ανδρία].