διαβρωτικός

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβρωτικός Medium diacritics: διαβρωτικός Low diacritics: διαβρωτικός Capitals: ΔΙΑΒΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diabrōtikós Transliteration B: diabrōtikos Transliteration C: diavrotikos Beta Code: diabrwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A corrosive, Alex.Aphr.Pr. 1.99, Gal.1.280 (Sup.).

Greek (Liddell-Scott)

διαβρωτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ καταφάγῃ ἐντελῶς, ὁ φέρων σῆψιν, Ἀλ. Ἀφροδισ. Προβλ. 34, 22, Ἰω. Χρυσ. 4, 533.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
corrosivo, que corroe χυμός Gal.1.280, cf. 7.377, αἱ ... τῶν ἱεράκων καὶ ἀετῶν (χολαί) Aët.2.106, cf. Paul.Aeg.7.3.22, Alex.Aphr.Pr.1.99, ὕλη Steph.in Hp.Progn.252.15, cf. 38
subst. τὸ δ. el carácter devorador del fuego, Chrys.M.63.144.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διαβρωτικός, -ή, -όν) διαβιβρώσκω
1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να διαβρώνει
2. ο σχετικός με τη διάβρωση
νεοελλ.
φρ. «διαβρωτική επίδραση» — επίδραση που ασκείται με έντεχνο τρόπο ή προπαγάνδα και προκαλεί σιγά σιγά αλλοιώσεις σε πρόσωπα, ιδέες, θεσμούς.