εὐάγεια

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάγεια Medium diacritics: εὐάγεια Low diacritics: ευάγεια Capitals: ΕΥΑΓΕΙΑ
Transliteration A: euágeia Transliteration B: euageia Transliteration C: evageia Beta Code: eu)a/geia

English (LSJ)

[ᾱ], ἡ, (εὐᾱγής)

   A brightness, clearness, alertness, [τῆς ψυχῆς] Iamb.VP24.107: pl., ἀγχίνοιαί τε καὶ ψυχῆς εὐάγειαι ib.17.74: prob. cj. ib.3.13.

German (Pape)

[Seite 1054] ἡ, Reinheit, Heiligkeit, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάγεια: ἡ, καθαρότης, ἁγνεία, ἁγιότης, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 74. ΙΙ. λαμπρότης, αὐτόθι 107· ἐν Προτρεπτ. σ. 152 εὐαγία, ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. εὐαυγία.

Greek Monolingual

εὐάγεια, ἡ (Α) ευαγής
καθαρότητα, λαμπρότητα, αγνεία, αγιότητα («τῆς ψυχῆς εὐάγεια», Ιάμβλ.).