εστιάτορας
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἑστιάτωρ) εστιώ
νεοελλ.
ο ιδιοκτήτης εστιατορίου
μσν.
συνήθ. στον πληθ. οἱ ἑστιάτορες
οι συνδαιτημόνες
αρχ.
1. αυτός που παραθέτει γεύμα, που φιλεύει ή φιλοξενεί κάποιον, ο αμφιτρύωνας
2. συμποσιάρχης
3. ο καλεσμένος στην εστίαση, ο φιλοξενούμενος
4. (στην Αθήνα) αυτός που παρέθετε γεύμα στους συμφυλέτες του
5. (στους Δελφούς) διευθυντής επιμελητείας τών εφοδίων στην Πυθαΐδα
6. αυτός που εξαπατά
7. στον πληθ. οἱ ἑστιάτορες
επιγρ. α) οι επιστάτες στα εστιατόρια τών οργεώνων (θρησκευτικών εταιρειών)
β) οι ιερείς της Αρτέμιδος στην Έφεσο
8. μτφ. αυτός που εξαπατά κάποιον.