καταϊδρώνω
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
1. ιδρώνω πάρα πολύ, γίνομαι μούσκεμα στον ιδρώτα
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταϊδρωμένος, -η, -ο
ο βουτηγμένος στον ιδρώτα, κάθυγρος από τον ιδρώτα.