κάρφωμα

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

Greek Monolingual

το (Μ κάρφωμα) καρφώνω
το να καρφώνει, να στερεώνει κάποιος με καρφιά κάτι
νεοελλ.
1. ακινητοποίηση, καθήλωμα
2. κατάδοση, προδοσία
3. (στο βόλεϋ) ισχυρό χτύπημα της μπάλας ώστε αυτή να πέσει όσο το δυνατό πιο κατακόρυφα και απότομα στον χώρο της αντίπαλης ομάδας
4. μαγική ενέργεια κατά την οποία πάνω σε ομοίωμα, είδωλο προσώπου ή φανταστικής αρρώστιας μπήγουν καρφίτσες ώστε να καταστραφεί το μισητό πρόσωπο ή να εξουδετερωθεί η αρρώστια.