κατάφραχτος
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
Greek Monolingual
και κατάφρακτος, -η, -ο (AM κατάφρακτος, -ον, Α αττ. τ. και κατάφαρκτος, -ον) καταφράσσω
1. αυτός που είναι φραγμένος από παντού, περίφρακτος, περίκλειστος
2. (για ιππείς και για άλογα) αυτός που έφερε πανοπλία, καταφράκτη, δηλ. θώρακα και άλλα μεταλλικά αμυντικά φράγματα, όπως προστερνίδια, προμετωπίδια κ.ά.
νεοελλ.
1. φρ. «κατάφρακτα πλοία»
ναυτ. παλιά πολεμικά ιστιοφόρα με πυροβόλα σε ιδιαίτερα καταστρώματα μέσα στο κύτος τους, που επικαλύπτονταν από το επάνω κύριο κατάστρωμα
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι κατάφρακτοι
ζωολ. τελεόστεοι θαλάσσιοι ιχθύες
μσν.
1. θωρακισμένος
2. το αρσ. ως ουσ. ό κατάφρακτος
θωρακοφόρος
αρχ.
1. (για πολεμικά πλοία) αυτός που έχει σε όλη την έκτασή του κατάστρωμα
2. φρ. «κατάφρακτοι νῆες» — τα μεγάλα πολεμικά πλοία που είχαν παραβλήματα και παραρρύματα
3. (μτφ. για την ψυχή) η ανεπίδεκτη ηθικής διδασκαλίας, η τυφλή απέναντι στην αρετή, στο αγαθό
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά κατάφρακτα
οι θώρακες.