αρματολός

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

Greek Monolingual

και αρματωλός, ο
ένοπλος χριστιανός στην υπηρεσία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. αρματολός < αρματο-λόγος «αυτός που ασχολείται με τα άρματα», με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -γ-. Η άποψη πως το αμαρτωλός (με -ω-) προήλθε από συμφυρμό των αρματα + αμαρτωλοί με παρετυμολογική επίδραση της β' λέξεως (εξ ου και η γραφή με -ω-) δεν φαίνεται να ευσταθεί. Το ίδιο ισχύει και για τα παράγωγα αρματωλίκι, αρματωλισμός αντί των αρματολίκι, αρματολισμός].