κατάδοση
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
Greek Monolingual
η (AM κατάδοσις) καταδίδω
νεοελλ.
1. μυστική καταγγελία ή αποκάλυψη
2. προδοσία
μσν.
συκοφαντία
αρχ.
1. καταβολή πληρωμής
2. πληρωμή με δόσεις.