καταστάλαγμα
From LSJ
πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι → it often proves harder to keep than to win prosperity | it is often harder for men to keep the good they have, than it was to obtain it
Greek Monolingual
το κατασταλάζω
1. το προϊόν της απόσταξης, το κατακάθισμα, το ίζημα
2. η απόσταξη, το στράγγισμα
3. το ξαστέρωμα, το λαμπικάρισμα
4. έκβαση, αποτέλεσμα, αποκρυστάλλωμα.