εὐκαταφορία

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκαταφορία Medium diacritics: εὐκαταφορία Low diacritics: ευκαταφορία Capitals: ΕΥΚΑΤΑΦΟΡΙΑ
Transliteration A: eukataphoría Transliteration B: eukataphoria Transliteration C: efkataforia Beta Code: eu)katafori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A propensity, proclivity, Stoic.3.25 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1074] ἡ, Geneigtheit, Neigung, D. L. 7, 115, plur. Von

Greek (Liddell-Scott)

εὐκαταφορία: ἡ, κατωφέρεια, Διογ. Λ. 7. 115· ἐν τῷ πληθ.

Greek Monolingual

εὐκαταφορία, ἡ (Α) ευκατάφορος
η τάση, η ροπή προς κάτι.