καπνίτις

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

καπνῑτις και καπνίτης, ἡ (Α)
ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -ῖτις (πρβλ. ανθρακ-ίτις, κεντρ-ίτις). Το φυτό «καπνίτις» έλαβε αυτή την ονομασία είτε λόγω του χρώματος τών φύλλων του είτε, πράγμα που φαίνεται λιγότερο πιθανό, επειδή ο χυμός του προκαλούσε δάκρυα όπως ο καπνός].