καπνίτις

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

καπνῖτις και καπνίτης, ἡ (Α)
ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -ῖτις (πρβλ. ανθρακίτις, κεντρίτις). Το φυτό «καπνίτις» έλαβε αυτή την ονομασία είτε λόγω του χρώματος τών φύλλων του είτε, πράγμα που φαίνεται λιγότερο πιθανό, επειδή ο χυμός του προκαλούσε δάκρυα όπως ο καπνός].