αποδύω
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
Greek Monolingual
ἀποδύω (Α) (νεοελλ. μόνο μέση φωνή, αποδύομαι)
(αρχ.-νεοελλ.) αρχίζω κάτι με ζήλο και αγωνιστικότητα καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες
αρχ.
Ι. 1. αφαιρώ ένδυμα, οπλισμό, γδύνω, ξεγυμνώνω, απογυμνώνω
II. (μέσ., -ομαι)
1. (για οστρακόδερμα) αποβάλλω το όστρακο μου
2. (σε παλαίστρα) γδύνομαι για να αγωνιστώ, αγωνίζομαι
3. αποβάλλω κάτι από πάνω μου, το «ξεφορτώνομαι».