αποδύω

From LSJ

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source

Greek Monolingual

ἀποδύω (Α) (νεοελλ. μόνο μέση φωνή, αποδύομαι)
(αρχ.-νεοελλ.) αρχίζω κάτι με ζήλο και αγωνιστικότητα καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες
αρχ.
Ι. 1. αφαιρώ ένδυμα, οπλισμό, γδύνω, ξεγυμνώνω, απογυμνώνω
II. (μέσ., -ομαι)
1. (για οστρακόδερμα) αποβάλλω το όστρακο μου
2. (σε παλαίστρα) γδύνομαι για να αγωνιστώ, αγωνίζομαι
3. αποβάλλω κάτι από πάνω μου, το «ξεφορτώνομαι».