ἐπανορθωτικός

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανορθωτικός Medium diacritics: ἐπανορθωτικός Low diacritics: επανορθωτικός Capitals: ΕΠΑΝΟΡΘΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epanorthōtikós Transliteration B: epanorthōtikos Transliteration C: epanorthotikos Beta Code: e)panorqwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A corrective, restorative, τῶν ἠθῶν Str.1.2.3; τὸ ἐ. δίκαιον Arist.EN1132a18; τέχνη Gal. 1.303. Adv. -κῶς Sch.D.3.33.

German (Pape)

[Seite 903] ή, όν, verbessernd, zum Verbessern geschickt, Arist. Eth. 5, 7; τῶν ἠθῶν Strab. 1, 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανορθωτικός: -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ἐπανόρθωσιν, ὁ δυνάμενος νὰ ἐπανορθώσῃ, τῶν ἠθῶν Στράβων 16· τὸ ἐπανορθωτικὸν δίκαιον Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 4, 6.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α επανορθωτικός, -ή, -όν επανορθώνω
1. αυτός που αναφέρεται ή που συντελεί στην επανόρθωση («επανορθωτικές φυλακές, ποινές» κ.λπ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επανορθωτικό
ναυτ. σήμα για την επανόρθωση της τάξεως, για τη διόρθωση της πορείας.