κινηματογράφος
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
Greek Monolingual
και κινηματόγραφος, ο
1. η τέχνη της κινηματογραφίας, η λεγόμενη έβδομη τέχνη
2. κλειστός ή υπαίθριος χώρος όπου προβάλλονται κινηματογραφικές ταινίες (α. «οι θερινοί κινηματογράφοι κινδυνεύουν να κλείσουν» β. «μερικές επαρχιακές πόλεις δεν διαθέτουν αρκετούς κινηματογράφους»)
3. συσκευή με την οποία προβάλλονται κινηματογραφικές ταινίες, η μηχανή προβολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. cinematographs < cinemato- (< κίνημα) + -graphe (πρβλ. -γράφος < γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς].