κεντιά
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
Greek Monolingual
η κεντώ
1. κέντηση
2. οξύς σωματικός πόνος, σουβλιά
3. οξύς πόνος που προέρχεται από τσίμπημα
4. μτφ. ενοχλητικός, δυσάρεστος υπαινιγμός, πείραγμα.