κέφι

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek Monolingual

το
1. καλή διάθεση, ευδιαθεσία, όρεξη («δεν έχω κέφι σήμερα»)
2. η κατάσταση αυτού που βρίσκεται στην αρχή μέθης, ευθυμία («ήλθε στο κέφι»)
3. φρ. α) «κάνω κέφι» ή «έρχομαι στο κέφι» — ευθυμώ, διασκεδάζω, είμαι ελαφρώς μεθυσμένος
β) «τον κάνω κέφι», «τήν κάνω κέφι» — μού αρέσει
γ) «πώς πάν' τα κέφια;» — είστε καλά; δ) «κάνει τη δουλειά του με κέφι» — εργάζεται με ζήλο, με ενδιαφέρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. keyif «ευθυμία»].