κέδρωστις
From LSJ
συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life
English (LSJ)
εως, ἡ,
A bryony, Dsc.4.182.
German (Pape)
[Seite 1411] εως, ἡ, = λευκάμπελος, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κέδρωστις: -εως, ἡ, λευκάμπελος, Διοσκ. 4. 184.
Greek Monolingual
κέδρωστις, ἡ (Α)
η λευκάμπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος, κατά το άγρωστις].