κρατοβρώς
From LSJ
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
English (LSJ)
βρῶτος, ὁ, ἡ,
A devourer of heads or brains, Lyc. 1066.
German (Pape)
[Seite 1503] ῶτος, das Haupt verschlingend, Lycophr. 1066.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾱτοβρώς: ὁ, ἡ, ὁ κατατρώγων τὰς κεφαλὰς ἢ τὸν ἐγκέφαλον, Λυκόφρ. 1066.
Greek Monolingual
κρατοβρώς, -ῶτος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που κατατρώγει την κεφαλή ή τον εγκέφαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράς, κρατός (ὁ/ἡ) «κεφάλι» + -βρως (< βιβρώσκω, «τρώγω»), πρβλ. αλι-βρώς, σαρκο-βρώς].