καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι → sorrow is that which hinders motion
-η, -ο αυτός που αποτελείται από κρέας, κρεατένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλ-ινος, πέτρ-ινος)].