κόλληση
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
Greek Monolingual
η (AM κόλλησις) κολλώ
1. συνένωση δύο σωμάτων με ή χωρίς παρεμβολή κόλλας ή άλλου συνδετικού υλικού, η συγκόλληση
2. το υλικό που χρησιμοποιείται για συγκόλληση
νεοελλ.
1. σημείο όπου έγινε η ένωση δύο αντικειμένων με κόλλα
2. κράμα κασσιτέρου που χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση μετάλλων
αρχ.
1. (για μέταλλα) η συγκόλληση με σφυρηλασία («ὅς... σιδήρου κόλλησιν ἐξεῡρε», Ηρόδ.)
2. σύσφιγξη, συναρμογή
3. το κλείσιμο της πληγής, η επούλωση
4. στενή φιλία
5. (ρητ.) η σε μία φράση συνένωση ποιητικού και πεζού λόγου
6. αστρον. α) η φαινομενική επαφή ενός πλανήτη με κάποιον απλανή αστέρα
β) η θέση δύο πλανητών στον ίδιο μεσημβρινό.