κουκούλα

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

η (Μ κουκούλα)
κωνικό, συνήθως, κάλυμμα του κεφαλιού, κατσούλα
νεοελλ.
1. κάθε κωνικό ή σφαιροειδές κατασκεύασμα από ύφασμα ή άλλο μαλακό υλικό που χρησιμοποιείται για να καλύπτει κάτικουκούλα αυτοκινήτου»)
2. ο δερματικός μανδύας που περιβάλλει το κεφάλι και τον κορμό του χταποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuculla «κάλυμμα κεφαλής»].