κουκούλα
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
Greek Monolingual
η (Μ κουκούλα)
κωνικό, συνήθως, κάλυμμα του κεφαλιού, κατσούλα
νεοελλ.
1. κάθε κωνικό ή σφαιροειδές κατασκεύασμα από ύφασμα ή άλλο μαλακό υλικό που χρησιμοποιείται για να καλύπτει κάτι («κουκούλα αυτοκινήτου»)
2. ο δερματικός μανδύας που περιβάλλει το κεφάλι και τον κορμό του χταποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuculla «κάλυμμα κεφαλής»].