κόλπο

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source

Greek Monolingual

το (Μ κόλπον)
νεοελλ.
1. έξυπνο τέχνασμα («θα σού πω ένα κόλπο για να αποφεύγεις τους ενοχλητικούς επισκέπτες»)
2. επιχείρηση προς εξαπάτηση, απάτημαζί σκάρωσαν το κόλπο με τους πλαστούς πίνακες»)
3. φρ. «μού κάνει κόλπα»
α) συμπεριφέρεται με ασυνέπεια, είναι ασταθής στις υποσχέσεις του ή στις αποφάσεις του («έχουν συμφωνήσει τόσον καιρό τώρα για το συμβόλαιο και τώρα τους κάνουν κόλπα»)
β) με παιδεύει ή με ενοχλεί κάποιος ή κάτι («αυτά τα παιδιά μέ έχουν τρελάνει, όλο κόλπα μού κάνουν»)
μσν.
χτύπημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. colpo (< λατ. colaphus < ελλ. κόλαφος)].