ασυνέπεια

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

η
1. έλλειψη λογικού ειρμού στη σκέψη, την έκφραση ή στις πράξεις, ανακολουθία
2. η αντίθεση, η δυσαρμονία των λόγων ή των αρχών ενός ατόμου ή αυτών και των πράξεών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συνέπεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Δ. Ι. Μαυροφρύδη ως απόδοση του γαλλ. incosequence].