κέντωρ

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέντωρ Medium diacritics: κέντωρ Low diacritics: κέντωρ Capitals: ΚΕΝΤΩΡ
Transliteration A: kéntōr Transliteration B: kentōr Transliteration C: kentor Beta Code: ke/ntwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A goader, driver, κέντορες ἵππων Il.4.391, 5.102, cf. APl.4.358; κ. παρδαλίων AP7.578 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1419] ορος, ὁ, der Stachler, ἵππων, Antreiber, Il. 4, 391. 5, 102 u. sp. D., wie Ep. athl. stat. 29 (Plan. 368); παρδαλίων Agath. 92 (VII, 578); bei Nonn. Io. 19, 191 auch fem., ἡ κέντωρ λόγχη.

Greek (Liddell-Scott)

κέντωρ: -ορος, ὁ, ὁ κεντῶν, ἡνίοχος, κέντορες ἵππων Ἰλ. Δ. 391, Ε. 102, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 358. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., κεντῶν, διατρυπῶν, κέντορι λόγχῃ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 19. 37· μύθῳ αὐτόθι 8. 150 (278).

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui pique de l’aiguillon, qui aiguillonne.
Étymologie: κεντέω.

English (Autenrieth)

ορος: goader; κέντορες ἵππων, epith. of Cadmaeans and Trojans. (Il.)

Greek Monolingual

κέντωρ, ὁ (Α)
1. ο ηνίοχος
2. ως επίθ. αυτός που κεντά, που τρυπάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον με αντίστροφη παραγωγή].