λεοντοδάμας

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

[δᾰ], acc. -δάμαν, ὁ,

   A lion-taming, κύων Pi.Fr.74aSchroeder ( = Luc. Pr.Im.19).

German (Pape)

[Seite 28] αντος, ὁ, Löwen bändigend, κύων, Pind. frg. 53 bei Luc. pro imag. 19.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντοδάμᾱς: -ᾰντος, ὁ, ὁ δαμαστὴς λεόντων, Πινδ. Ἀποσπ. 53, κατ’ αἰτιατ. λεοντοδάμαν.

English (Slater)

λεοντοδάμας ?
   1 overcoming lions test., Lucian., pro imag., 9: ὡς ὁ τὸν ὠρίωνος κύνα ἐπαινῶν ἔφη ποιητὴς λεοντοδάμαν αὐτόν cf. fr. 74.

Greek Monolingual

λεοντοδάμας, -αντος, ὁ (Α)
δαμαστής λιονταριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -δάμας (< δάμνημι «δαμάζω, καταβάλλω), πρβλ. ανδρο-δάμας, λαο-δάμας].