λακαταπύγων
From LSJ
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
English (LSJ)
[ῡ], ον, gen. ονος,
A = καταπύγων with intens. prefix λα-, Ar.Ach.664.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱκαταπύγων: [ῡ], -ον, = καταπύγων μετὰ προθετικοῦ λα-, Ἀριστοφ. Ἀχ. 664.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
abominable débauché.
Étymologie: λα-, καταπύγων.
Greek Monolingual
λακαταπύγων, -ον (Α)
πάρα πολύ αισχρός, ασελγής, επιρρεπής σε παρά φύσιν συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λα- + καταπύγων «αισχρός, ασελγής»].