κυβερνῆτις
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
ιδος, fem. of κυβερνήτης, epith. of Isis, POxy.1380.69 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
κυβερνῆτις: -ιδος, θηλ. τοῦ κυβερνήτης, Ἕρμιππ. π. Ἀστρολογ. σ. 20 Bloch.
Greek Monolingual
κυβερνῆτις, -ιδος, ἡ (Α)
βλ. κυβερνήτης.