κυδωνιά

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

και κυδωνιά και κυδωνέα, η (AM κυδωνέα και κυδωνιά)
επιστημονική και κοινή ονομασία του γένους cydonia και του μοναδικού είδους που ανήκει σ' αυτό, δηλαδή του οπωροφόρου θάμνου ή δένδρου Cydonia oblonga, της τάξης ροδώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνιον + -έα
ο τ. κυδωνιά < κυδωνέα με συνίζηση (πρβλ. απιδ-έα > απιδιά)].