λεσβιάζω

From LSJ
Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

French (Bailly abrégé)

imiter les Lesbiennes.
Étymologie: Λέσβιος.

Greek Monolingual

λεσβιάζω) Λέσβιος
νεοελλ.
(για γυναίκα) έχω την ερωτική διαστροφή τών λεσβιάδων, έχω ομοφυλόφιλες ερωτικές σχέσεις
αρχ.
1. επιδίδομαι σε στοματικό έρωτα
2. συνθέτω αισχρά ποιήματα, αισχρολογώ ως ποιητής («αὕτη ποθ' ἡ Μοῡσα οὐκ ἐλεσβίαζεν, οὔ», Αριστοφ.).