μελέδη
From LSJ
Καλόν τοι τὸ ταύτης τῆς γῆς ὕδωρ, κακοὶ δὲ οἱ ἄνθρωποι. → Sweet is the water of this land, but the people are bad.
German (Pape)
[Seite 121] ἡ, die Sorge, Wartung, Pflege, Hippocr. Vgl. μελέτη u. das Folgde.
Greek Monolingual
μελεδή, ἡ (Α)
επιμέλεια, φροντίδα, περιποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μελεδαίνω κατ' επίδραση του τ. μελέτη.