μελέδη

From LSJ
Revision as of 06:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλόν τοι τὸ ταύτης τῆς γῆς ὕδωρ, κακοὶ δὲ οἱ ἄνθρωποι. → Sweet is the water of this land, but the people are bad.

Source

German (Pape)

[Seite 121] ἡ, die Sorge, Wartung, Pflege, Hippocr. Vgl. μελέτη u. das Folgde.

Greek Monolingual

μελεδή, ἡ (Α)
επιμέλεια, φροντίδα, περιποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μελεδαίνω κατ' επίδραση του τ. μελέτη.