μελεδή

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

μελεδή, ἡ (Α)
επιμέλεια, φροντίδα, περιποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μελεδαίνω κατ' επίδραση του τ. μελέτη.