μελέδη

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

German (Pape)

[Seite 121] ἡ, die Sorge, Wartung, Pflege, Hippocr. Vgl. μελέτη u. das Folgde.

Greek Monolingual

μελεδή, ἡ (Α)
επιμέλεια, φροντίδα, περιποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μελεδαίνω κατ' επίδραση του τ. μελέτη.