μετασαλεύω

From LSJ
Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310

German (Pape)

[Seite 153] fortbewegen, fortschaffen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετασαλεύω: διαταράσσω, Ὠριγέν. Ι, 797Β, κλ.

Greek Monolingual

(ΑΜ μετασαλεύω)
μετακινώ ή μετατοπίζω κάτι βίαια, απομακρύνω, διαταράσσω
νεοελλ.-μσν.
μετακινούμαι, μετατοπίζομαι
μσν.
1. μετακινούμαι διαρκώς, ταλαντεύομαι
2. κάνω κάποιον να μετακινείται διαρκώς, να περιπλανιέται
3. αναστατώνω, κάνω άνω-κάτω
4. μτφ. α) κλονίζω
β) θέτω σε κίνδυνο
γ) αναστατώνομαι, ταράζομαι.