ακούμπημα
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
και ακούμπισμα, το ακουμπώ
1. η στήριξη σε σταθερό σημείο
2. η ενέργεια της στήριξης
3. το μερος όπου στηρίζεται κάτι
4. το αποκούμπι, η υποστήριξη
5. το ενέχυρο και η ενεχυρίαση.