ἀκροβόλισις
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
εως, ἡ,
A skirmishing, X.An.3.4.18, Cyr.6.2.15 (pl.).
German (Pape)
[Seite 83] εως, ἡ, das Schleudern aus der Ferne, Scharmützel, Xen. An. 3, 4, 18 Cyr. 6, 2, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροβόλισις: -εως, ἡ, = ἁψιμαχία, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 18, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
engagement à distance, escarmouche.
Étymologie: ἀκροβολίζω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
intercambio de disparos, de armas arrojadizas, escaramuza X.An.3.4.18, ἀ. τοξοτῶν καὶ ἀκοντιστῶν X.Cyr.6.2.15.
Greek Monolingual
ἀκροβόλισις (-εως), η (Α) ἀκροβολίζομαι
ο ακροβολισμός.