ἀκτινοκράτωρ

From LSJ
Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτῑνοκράτωρ Medium diacritics: ἀκτινοκράτωρ Low diacritics: ακτινοκράτωρ Capitals: ΑΚΤΙΝΟΚΡΑΤΩΡ
Transliteration A: aktinokrátōr Transliteration B: aktinokratōr Transliteration C: aktinokrator Beta Code: a)ktinokra/twr

English (LSJ)

   A lord of the sun's rays, PMag.Berol.1.200.

Greek Monolingual

ἀκτινοκράτωρ, ο (Α)
αυτός που εξουσιάζει τις ακτίνες του ήλιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτίς-ῖνος + -κράτωρ (μεταπλασμένος τ. του τέρματος -κρατής < κράτος, κρατῶ, με επίδραση τών ονομάτων σε -τωρ, πρβλ. ρήτωρ, ἰάτωρ, πράτωρ κ.λπ.].