άλλοθι
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Greek Monolingual
ἄλλοθι επίρρ. (Α)
1. (τοπικό) α) σε άλλο τόπο, αλλού, ιδίως σε ξένη χώρα
β) φρ. «ἄλλοθι γαίης», σε άλλη, σε ξένη χώρα
«ἄλλοθι καὶ ἄλλοθι», σε διάφορα σημεία
«ἄλλοθι πάτρης», αλλού και όχι στην πατρίδα, δηλ. μακριά από την πατρίδα
γ) σπάνια και με ρήματα κινήσεως αντί του ἄλλοσε
2. (τροπικό) κατ’ άλλο τρόπο, από άλλες αιτίες
3. πάνω σε άλλο θέμα, σε άλλο αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλλος (πρβλ. και ἀλλο-) + επιρρηματική κατάληξη -θι.
ΠΑΡ. νεοελλ.. άλλοθι.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλλοθιγενής].