αλογοσίδερο

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

το
(συνήθως στον πληθυντικό) σιδερένιοι κρίκοι συνδεδεμένοι μεταξύ τους με αλυσίδα, με τους οποίους περιβάλλουν τα δύο μπροστινά πόδια τών αλόγων ή τών μουλαριών στο βόσκημα, για να μην απομακρύνονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + σίδερο].